- απονέρι
- το1. απομεινάρι νερού, λιγοστό νερό που ξεφεύγει2. νερό που περνά τα τοιχώματα και μαζεύεται στο κύτος του πλοίου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek